- ἀπροσόρμιστος
- ἀπροσόρμιστοςwhere one cannot landmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απροσόρμιστος — η, ο (Α ἀπροσόρμιστος, ον) νεοελλ. (για πλοία) αυτός που δεν έχει αγκυροβολήσει αρχ. αυτός στον οποίο δεν μπορεί κανείς να προσορμιστεί … Dictionary of Greek
ἀπροσόρμιστον — ἀπροσόρμιστος where one cannot land masc/fem acc sg ἀπροσόρμιστος where one cannot land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσορμίστου — ἀπροσόρμιστος where one cannot land masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)